ἀστασίαστον

ἀστασίαστον
ἀστασίαστος
not torn by faction
masc/fem acc sg
ἀστασίαστος
not torn by faction
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • неразстоупьныи — (1*) пр. Не склонный к ссорам, распрям: [дьявол] насъ мирны(х) и нераступны(х) || жизнью развести хоще(т) (ἀστασίαστον) ФСт XIV, 195–196. Ср. разстѹпьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”